συστάς

συστάς
συστά̱ς , συνίστημι
BJ Prooem.
aor part act masc nom/voc sg
συστάς
standing together
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συστάς — άδος, ἡ, ΜΑ βλ. συστάδα …   Dictionary of Greek

  • συστάδας — συστάς standing together fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστάδες — συστάς standing together fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστάσιν — συστάς standing together fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστάδα — η / συστάς, άδος, ΝΜΑ, και ξυστάς Α ομάδα από αντικείμενα, ιδίως δένδρα ή θάμνους, που στέκονται κοντά το ένα με το άλλο νεοελλ. το σύνολο τών δένδρων που φύονται σε μια δασική έκταση αρχ. 1. (κατά τον Πολυδ.) «ζυγὰς μὲν καὶ συστὰς ἡ ἀμπελόφυτος… …   Dictionary of Greek

  • θαλάσσιος — α, ο (AM θαλάσσιος, ία, ον, Α και θαλάσσιος, ον, αττ. τ. θαλάττιος, ία, ον και ος, ον) [θάλασσα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θάλασσα, αυτός που υπάρχει ή γίνεται μέσα ή πάνω σε αυτήν, αυτός που προέρχεται από αυτήν (α. «θαλάσσια λουτρά»… …   Dictionary of Greek

  • υστάς — άδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ δασεῑα ἄμπελος». [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για κυπριακό τ. τής λ. συστάς με σίγηση τού αρκτικού σ (πρβλ. και λ. ὕγγεμος)] …   Dictionary of Greek

  • ξυστάδες — συστάδες , συστάς standing together fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστάσι — συστάσῑ , σύστασις bringing together fem dat sg (epic doric ionic aeolic) συστάς standing together fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”